Skip to content Skip to sidebar Skip to footer
Στο ραντεβού με την ιστορία ήταν όλοι τους Παρόντες!

Στο ραντεβού με την ιστορία ήταν όλοι τους Παρόντες!

Οι τρεις μεγαλύτεροι προπονητές που τίμησαν με την παρουσία τους τα ελληνικά γήπεδα.

Η αντίληψη της έννοιας του προπονητή, διαφέρει από χώρα σε χώρα.

Στην Αγγλία, ο προπονητής ταυτίζεται συνήθως με μια ομάδα απολαμβάνοντας μεγάλη πίστωση χρόνου προκειμένου να δώσει τα διαπιστευτήριά του.

Στην Ιταλία και την Ισπανία, το αρχικό πλάνο που δημιουργείται πρέπει να τηρηθεί απαρέγκλιτα προκειμένου ο εκάστοτε προπονητής να διατηρήσει την θέση του.

Στην Ελλάδα, έχουν εφευρεθεί διάφορες φράσεις για να υπογραμμίσουν το γεγονός της συχνότατης εναλλαγής αυτών. Πιο συχνή αυτή που αναφέρει πως «δεν θα κάνει παρέλαση», για εκείνους που θα αποχωρήσουν από την ομάδα πριν την Εθνική γιορτή της 28ης Οκτωβρίου. Άλλη που απευθύνεται προς τους εκάστοτε παράγοντες και λέει «αλλάζει τους προπονητές σαν τα πουκάμισα».

Σε κάθε περίπτωση, το να γίνεις επιτυχημένος coach στην Ελλάδα απαιτεί υπομονή, τύχη και βεβαίως ικανότητα. Για αυτό και εκείνοι που διακρίθηκαν και μνημονεύονται μέχρι σήμερα είναι λίγοι για να μην πούμε ελάχιστοι.

Φέρνετς Πούσκας

Γυρνώντας στα 70΄ς βρίσκουμε την μεγαλύτερη επιτυχία που έχει σημειώσει το ελληνικό ποδόσφαιρο σε συλλογικό επίπεδο και αναφέρομαι βεβαίως στην πορεία του Παναθηναϊκού στο περιβόητο Γουέμπλει.

Μια επιτυχία που πιστώνονται μεν ιερά τέρατα του ποδοσφαίρου μας όπως ο Μίμης Δομάζος, ο Αντώνης Αντωνιάδης ή ο Τάκης Οικονομόπουλος αλλά αναγνωρίζεται και σε μεγάλο βαθμό η συνεισφορά του προπονητή αυτής της θρυλικής πορείας, του Ούγγρου Φέρεντς Πούσκας.

Ήρθε στην ομάδα του τριφυλλιού το 1970 και στην πρώτη του χρονιά την οδήγησε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Στην πορεία προς τον τελικό απέκλεισε την Ζενές Ες, την Σλόβαν Μπρατισλάβας, την Έβερτον και τον Ερυθρό Αστέρα πριν χάσει από τον μεγάλο Άγιαξ της εποχής με 2-0.

Ο Φέρεντς Πούσκας, ή «καλπάζων συνταγματάρχης» όπως ήταν το προσωνύμιο του ενέπνεε τους παίκτες κυρίως λόγω της μεγάλης καριέρας του ως ποδοσφαιριστή και ως βασικότερο μότο της επιτυχίας μπορεί να χαρακτηριστεί το περίφημο «έντεκα αυτοί, έντεκα κι εμείς».

Όπως έχει αναφέρει ο αρχηγός της τότε ομάδας, Μίμης Δομάζος, «Με αυτό το τροπάριο μάς εμψύχωνε συνέχεια και μας έκανε να αντιμετωπίζουμε τους αντιπάλους μας χωρίς
το παραμικρό κόμπλεξ».

Ο Πούσκας έμεινε στην ιστορία και στην καρδιά των φίλων του ΠΑΟ. Ως κορυφαία του συνδρομή σε αυτή την επιτυχία, μπορεί να θεωρηθεί το αριστοτεχνικό στήσιμο της ομάδας στους δύο αγώνες με την πανίσχυρη Έβερτον. Αμφότεροι οι αγώνες έληξαν χωρίς νικητή, με τον Παναθηναϊκό να προκρίνεται λόγω του ιστορικού εκτός έδρας γκολ του Αντώνη Αντωνιάδη στο Γκούντισον Πάρκ.

Ενός γκολ που έμεινε στην ιστορία τόσο για την κρισιμότητα αυτού, όσο για τα περίφημα «πέντε 9αρια». Ήταν σαν όλα να συγχρονίζονται για έναν σκοπό, καθώς το γκολ επετεύχθη στις 9 Μαρτίου, στις 9 η ώρα το βράδυ, από το νούμερο 9 στη φανέλα του Αντωνιάδη που σημείωνε το 9ο του γκολ στη διοργάνωση, 9 λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα!

Στον Πούσκας, αναγνωρίστηκε μεγάλο μέρος της επιτυχίας, κυρίως λόγω της έμπνευσής του να παίξει «man to man» τον αστέρα των «εφοπλιστών» Τζο Ρόιλ με τον Άνθιμο Καψή. Ο Πούσκας πήρε το πρωτάθλημα του 1972 αλλά και αυτό του 1979 ως προπονητής της ΑΕΚ γράφοντας το όνομά του με χρυσά γράμματα στην ιστορία (και) του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Ντούσαν Μπάγεβιτς

Δεν έχω κάνει κάποια έρευνα για να το αποδείξω, ωστόσο είμαι βέβαιος πως ο, Σερβοέλληνας πλέον, Ντούσαν Μπάγεβιτς αποτελεί την πιο αναγνωρίσιμη ποδοσφαιρική προσωπικότητα όλων των εποχών στην Ελλάδα από άντρες και γυναίκες.

Οι μεγαλύτερες ομάδες της χώρας, πέραν του Παναθηναϊκού στον οποίο δεν έχει δουλέψει ποτέ, πίνουν νερό στο όνομα του Μπάγεβιτς για τις μεγάλες επιτυχίες που έχει προσφέρει κυρίως σε ΑΕΚ και Ολυμπιακό αλλά και σε ΠΑΟΚ και Άρη.

Ως ποδοσφαιριστής, αγωνίστηκε για 11 χρόνια στην Βελέζ Μόστραρ της Γιουγκοσλαβίας πριν έρθει στην ΑΕΚ το 1977, επί Λουκά Μπάρλου στην οποία έπαιξε για 4 χρόνια. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως με τα σημερινά δεδομένα και την ευκολία πραγματοποίησης διεθνών μετεγγραφών ο Μπάγεβιτς θα είχε αγωνιστεί στις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης μιας και η ποιότητά του ως παίκτη ήταν πολύ υψηλή.

Ερχόμενος ως προπονητής στο Δικέφαλο το 1988, έμελλε να αλλάξει την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, κατατάσσοντας την ΑΕΚ στις μεγαλύτερες ομάδες της χώρας. Κατέκτησε με αυτήν τέσσερα πρωταθλήματα σε 8 χρόνια, 1 κύπελλο, Λίγκ Καπ, Σούπερ Καπ, ενώ έκανε την ΑΕΚ την πρώτη ομάδα που συμμετείχε στους ομίλους του Τσάμπιονς Λίγκ. Να σημειωθεί πως προ Μπάγεβιτς η ΑΕΚ είχε 7 συνολικά πρωταθλήματα ενώ αν αφαιρεθούν αυτά στα οποία συμμετείχε ως ποδοσφαιριστής πέφτουμε στα πέντε. Σε απλά ελληνικά, ο Μπάγεβιτς έχει συμμετοχή στα 6 από τα 11 πρωταθλήματα της ομάδας.

Επί των ημερών του, η ΑΕΚ απέδωσε εξαιρετικό ποδόσφαιρο κατά κοινή ομολογία και ιδίως η ομάδα της περιόδου 95-96, αν και δεν κατέκτησε το πρωτάθλημα, θεωρήθηκε ως μια από τις πιο εντυπωσιακές στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Το καλοκαίρι του ΄96, άφησε την ΑΕΚ για τον Ολυμπιακό σε μια κίνηση που πολλοί φίλοι της ΑΕΚ δεν του συγχώρησαν ποτέ, κυρίως λόγω του τρόπου με τον οποίο έφυγε από την Φιλαδέλφεια.

Στον Ολυμπιακό παρουσίασε μια εξαιρετική ομάδα που αποτέλεσε την αρχή για την δυναστεία της ομάδας του Πειραιά τα επόμενα χρόνια. Παίκτες όπως ο Τζόρτζεβιτς, ο Γεωργάτος, ο Αλεξανδρής, ο Γιαννακόπουλος, ο Καραπιάλης, ο Ίβιτς, ο Γκόγκιτς μεγαλούργησαν επί Μπάγεβιτς.

Ιδίως η περίοδος ’98-’99, θα μείνει για πάντα χαραγμένη στην ψυχή των φίλων του ΟΣΦΠ, καθώς η ομάδα απέδωσε φανταστικό ποδόσφαιρο φτάνοντας μια ανάσα από τα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ, αποκλειόμενη τελικώς από την Γιουβέντους.

Κατέκτησε 3 πρωταθλήματα και το νταμπλ του 1999 πριν φύγει από την ομάδα, λόγω προστριβών με τους τότε αστέρες του συλλόγου Ζιοβάνι και Ζάχοβιτς. Το 2000, μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και τον ΠΑΟΚ φτιάχνοντας κι εκεί μια εντυπωσιακή και ιδιαιτέρως θεαματική ομάδα αποτελούμενη από τους Γιωργιάδη, Ναλιτζή, Εγκωμίτη, Μπορμπόκη, Οκκά και άλλους. Κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδος με τον «Δικέφαλο του Βορρά» το 2001, σε έναν θρυλικό τελικό εναντίον του ΟΣΦΠ στο στάδιο της Νέας Φιλαδέλφειας επικρατώντας με 4-2. Ο τίτλος για τον ΠΑΟΚ, ήταν ο πρώτος μετά από 16 χρόνια «ξηρασίας».

Φεύγοντας από τον ΠΑΟΚ, πήρε την απόφαση για τη μεγάλη επιστροφή στην ΑΕΚ, κόντρα στο ρεύμα των οργανωμένων οπαδών της ομάδας που δεν ήθελαν την παρουσία του στον πάγκο. Κατάφερε παρά τις αντιξοότητες να δημιουργήσει μια νέα καλή ομάδα αποτελούμενη από τους Ντέμη Νικολαϊδη, Ζαγοράκη, Κατσουράνη, Τσιάρτα, Καψή, Γεωργάτο και να πραγματοποιήσει εξαιρετικές εμφανίσεις στο Τσάμπιονς Λίγκ, όπου η Ένωση έμεινε αήττητη.

Στη μνήμη όλων των ελλήνων φιλάθλων θα μείνουν οι αγώνες με την Ρεάλ Μαδρίτης που σε διάστημα μιας εβδομάδας δεν κατάφερε να κερδίσει την ΑΕΚ σε δυο αγώνες. 3-3 η αναμέτρηση στην Αθήνα και 2-2 στη Μαδρίτη.

Έφυγε το 2004, μετά από αισχρά συνθήματα που ακούστηκαν προς το πρόσωπό του κατά τη διάρκεια του αγώνα ΑΕΚ-Ηρακλή και ξαναπήγε στον Ολυμπιακό κατακτώντας το ντάμπλ το 2005. Το 2007 και αφού είχε μεσολαβήσει πέρασμά του από τον Ερυθρό Αστέρα ανέλαβε τον Άρη οδηγώντας τον στον τελικό του κυπέλλου του 2008 όπου και ηττήθηκε με 2-0 από τον ΟΣΦΠ. Προκρίθηκε στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ και η ομάδα της Θεσσαλονίκης έκανε μια εξαιρετική χρονιά υπό την καθοδήγηση του Μπάγεβιτς.
Το Νοέμβρη του ’08, έκανε και πάλι την προσπάθεια του στην ΑΕΚ, όμως ήταν η πρώτη φορά που απέτυχε να κάνει το ο,τιδήποτε παρά το γεγονός πως ηττήθηκε στον τελικό του Κυπέλλου από τον Ολυμπιακό στον καλύτερο αγώνα όλων των εποχών που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα. 4-4 μετά από 120 λεπτά αγώνα και τελική κατάκτηση από τον Ολυμπιακό με 18-17 στα πέναλτι.

Αυτή τη στιγμή, βρίσκεται στον Ατρόμητο προσπαθώντας να δημιουργήσει κι εκεί μια σπουδαία ομάδα. Έχει κατακτήσει συνολικά 8 πρωταθλήματα Ελλάδας, 4 Κύπελλα αλλά κυρίως την κοινή παραδοχή για το γεγονός πως είναι ο καλύτερος προπονητής όλων των εποχών στα ελληνικά γήπεδα.

Ότο Ρεχάγκελ

Το γεγονός πως αυτός ο άνθρωπος ανάγκασε μια ολόκληρη χώρα να στηθεί στις τηλεοράσεις της για 2 ώρες αποδεικνύει πως κάτι σημαντικό έχει επιτευχθεί.

Ο αγαπημένος μας Γερμανός είναι ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από την μεγαλύτερη επιτυχία του ποδοσφαίρου μας χαρίζοντας τον μοναδικό τίτλο που έχει κατακτήσει η εθνική ομάδα.

Το 2004 στην Πορτογαλία, η Ελλάδα πραγματοποίησε την μεγαλύτερη έκπληξη στην ιστορία του ποδοσφαίρου σε επίπεδο εθνικών ομάδων κατακτώντας το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Ήρθε στην Ελλάδα το 2001 και ο πρώτος του αγώνας ήταν κόντρα στη Φινλανδία από την οποία ηττήθηκε με 5-1. Ο Τύπος της χώρας, έπεσε πάνω του κατηγορώντας τον για φρικτές επιλογές και ο Γρηγόρης Γεωργάτος ειρωνεύτηκε τον Γερμανό τεχνικό, λόγω μιας κουβέντας που είπε.

Από τότε τέθηκε εκτός ομάδας και δεδομένα μετάνιωσε για τον τρόπο που αντέδρασε στην προτροπή του Χερ Ότο. Πηγαίνοντας στην Πορτογαλία, θα μου μείνει χαραγμένη στο μυαλό η ατάκα του Στέλιου Γιαννακόπουλου στη συνέντευξη Τύπου πριν την πρεμιέρα της Διοργάνωσης: «Δεν ήρθαμε προφανώς να πάρουμε τον τίτλο, αλλά ήρθαμε να σταθούμε αξιοπρεπώς και να τα δώσουμε όλα».

Που να’ ξερε! «Η καλή ημέρα, από το πρωί φαίνεται» λέει ο λαός και βλέποντας την Ελλάδα να επικρατεί της διοργανώτριας Πορτογαλίας στην πρεμιέρα χάρη σε γκολ των Καραγκούνη και Μπασινά έκανε λίγο περισσότερο κόσμο να ασχοληθεί με το ποδοσφαιρικό γεγονός της Πορτογαλίας.

Στη δεύτερη αγωνιστική, η χώρα μας απέσπασε ισοπαλία από την πανίσχυρη Ισπανία και λόγω συνδυασμού θετικών αποτελεσμάτων βρισκόμασταν με το ένα πόδι στην επόμενη φάση. Η ήττα από τη Ρωσία ευτυχώς δεν στοίχισε και αντίπαλος μας θα ήταν η Γαλλία που πρόβαλλε όχι μόνο ως φαβορί για την μεταξύ μας αναμέτρηση, αλλά και φαβορί ολόκληρης της διοργάνωσης.

Διαθέτοντας ποδοσφαιριστές όπως ο Ζιντάν, ο Ανρί, ο Λιζαραζού και ο Τρεζεγκέ, ουδείς έδινε τύχη στην ομάδα μας, αλλά λογάριαζαν χωρίς τον Ρεχάγκελ που πίστευε όσο τίποτα στη νίκη. Και δικαιώθηκε! Με μαεστρικό κοουτσάρισμα και τον Καψή να κάνει το παιχνίδι της ζωής του απέναντι στον Ανρί επικρατήσαμε της Γαλλίας με τα ημιτελικά να είναι γεγονός!

Αντίπαλος η Τσεχία και μετά όλα είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα με την νίκη στον τελικό επί της Πορτογαλίας. Ο Ρεχάγκελ, κατόρθωσε να γίνει ο ήρωάς μας με μια τακτική μοναδική που από πολλούς χαρακτηρίστηκε απαρχαιωμένη και χωρίς προοπτική.

Βασική του σκέψη, η άμυνα, το man to man προεξάρχοντος του Μιχάλη Καψή, η χρησιμοποίηση του πανέξυπνου Δέλλα ως μυαλού της οπισθοφυλακής. Η πλήρης αξιοποίηση του Σεϊταρίδη αλλά και οι αρμοδιότητες στον Μπασινά. Η μαγκιά του Ζαγοράκη και το τρέξιμο του Κατσουράνη. Η ψυχή του Φύσσα και η αίσθηση του Χαριστέα. Η ηρεμία του Βρύζα και ο τσαμπουκάς του Καραγκούνη. Η υπεροψία του Τσάρτα. Η παρουσία του Νικολαϊδη και η ψυχολογία της ομάδας γενικά. Από όλους το 100%, ακόμη και από αυτούς που δεν αγωνίστηκαν ποτέ.

Προσωπικά, σε όσα χρόνια έχω δει ποδόσφαιρο δεν έχει ξαναϋπάρξει ποτέ τόσο άρτια αντιμετώπιση από προπονητικής άποψης και κέρδος σε μια ομάδα αλλά και σε κάθε μονάδα ξεχωριστά. Αυτή η ομάδα αν είχε να δώσει 100 δεν έδωσε ούτε 1 λιγότερο. Πήρε αυτό που μπορούσε να πάρει μέχρι τελευταίας ικμάδας των δυνατοτήτων της.

Αυτό, το πιστώνεται εξ ολοκλήρου ο Ρεχάγκελ που έκλεισε τα αυτιά του στην ψυχοφθόρο μικροπολιτική των αθλητικών εφημερίδων, στις κόντρες με τον Τύπο αλλά και στον τρόπο που ως Έλληνες έχουμε αντιμετωπίσει το ποδόσφαιρο. Δούλεψε απερίσπαστος και κατάφερε το ακατόρθωτο εμπνέοντας ακόμη και την adidas να φτιάξει το διαφημιστικό της σλόγκαν βασισμένο στην εθνική μας ομάδα με το καταπληκτικό «Impossible is nothing».

Ποντάρω πως αυτή η ομάδα θα γίνει κάποτε Χολιγουντιανή ταινία επιβεβαιώνοντας πως στον αθλητισμό μπορούν να συμβούν όλα. Όλα όμως!

 

Fashion & Lifestyle Blog WordPress Theme
© 2024 Streetstyle. All Rights Reserved.

Sign Up to Our Newsletter

Be the first to know the latest updates