Skip to content Skip to sidebar Skip to footer
Ποιοι μας έμαθαν πώς παίζεται το μπάσκετ!

Ποιοι μας έμαθαν πώς παίζεται το μπάσκετ!

Τρεις διαφορετικοί, αλλά εξαιρετικοί προπονητές που ανήγαγαν το μπάσκετ ως εθνικό μας σπορ…

Η σύγκριση με το θέμα της περασμένης εβδομάδας και τους προπονητές του ποδοσφαίρου διαφέρει όταν μιλάμε για το μπάσκετ. Και αυτό, διότι οι ευρωπαϊκές στιγμές των ομάδων μας είναι σαφέστατα περισσότερες. Κυρίως μέσω του Παναθηναϊκού, εν συνεχεία του Ολυμπιακού, της ΑΕΚ του Άρη και του ΠΑΟΚ.

Υπήρξαν πολλοί προπονητές που άφησαν το στίγμα τους στο άθλημα, ανάγοντας το μπάσκετ σε εθνικό μας σπορ, βάση τίτλων και συνεχών παρουσιών στις κορυφαίες στιγμές.

Πρώτος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο Νίκος Μήλας, προπονητής της ΑΕΚ το 1968 στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων που ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός θεσμός που πανηγυρίστηκε από ελληνική ομάδα, ο Κώστας Πολίτης ως προπονητής της θρυλικής εθνικής ομάδας του 1987 αλλά και ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς λόγω του ευρωπαϊκού με τον Παναθηναϊκό το 1996.

Ωστόσο, θεωρώ πως αδιαπραγμάτευτα οι τρεις κορυφαίοι προπονητές στην ιστορία του μπάσκετ στη χώρα μας είναι οι Ντούσαν Ίβκοβιτς, Γιάννης Ιωαννίδης και Ζέλικο Ομπράντοβιτς τους οποίους και παρουσιάζουμε:

Γιάννης Ιωαννίδης

Ο «ξανθός» διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα μπασκετικά τεκταινόμενα της χώρας για 20 χρόνια. Είναι ο άνθρωπος που έκανε τον Άρη «Αυτοκράτορα» του ελληνικού μπάσκετ, χαρίζοντάς του 8 πρωταθλήματα εκ των οποίων τα 7 συνεχόμενα από το 1983 έως το 1990.

Έχοντας στη σύνθεση της ομάδας ιερά τέρατα του αθλήματος όπως τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Μισούνοφ, τον Σούμποτιτς, ήταν τέτοια η δυναμική της ομάδας του Ιωαννίδη που ανάγκαζε πολλούς τηλεθεατές να παρακολουθούν την ευρωπαϊκή παρουσία της ομάδας σε τρία συνεχή φάιναλ φορ από το 1988 έως το 1990 σε Γάνδη, Μόναχο και Σαραγόσα.

Η ευρωπαϊκή παρουσία του Ιωαννίδη, είναι η αιτία που δεν βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των προπονητών μιας και παρά το γεγονός πως βρέθηκε 6 φορές σε φάιναλ φορ δεν κατάφερε ποτέ να κατακτήσει τον τίτλο. Τρεις φορές με τον Άρη, δυο με τον Ολυμπιακό και μια με την ΑΕΚ. Υπήρξαν περιπτώσεις που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τον τίτλο του φαβορί και έπεσε θύμα εκπλήξεων και άλλες που η ομάδα που παρέτασσε ήταν το outsider.

Ουδείς μπορεί να διαφωνήσει, όμως, πως ο Ιωαννίδης υπήρξε εξαιρετικός προπονητής και ως βασικότερο προσόν του προβάλλει η εκπληκτική αντίληψη του παιχνιδιού και ο τρόπος προσαρμογής της εκάστοτε ομάδας του στις συνθήκες που απαιτούνταν. Άλλοτε παίζοντας επιθετικά, άλλοτε αμυντικά είχε πολυποίκιλο τρόπο προσέγγισης με τις ομάδες που προπονούσε να σημειώνουν αξιοθαύμαστα επιτεύγματα.

Ο άνθρωπος που έστρωσε το χαλί των επιτυχιών για τον Άρη, ήταν και εκείνος που το τράβηξε παίρνοντας το πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό το 1993. Η φυγή του από τον Άρη σηματοδότησε επί της ουσίας το τέλος εποχής των «κίτρινων» καθώς τη φυγή Ιωαννίδη ακολούθησε εκείνη των Γκάλη, Γιαννάκη για τον Παναθηναϊκό, με τον Ολυμπιακό όμως να καταφέρνει να παίρνει το πρωτάθλημα του ‘93 με μειονέκτημα έδρας, κόντρα στον τότε πρωταθλητή ΠΑΟΚ αλλά και τον ενισχυμένο Παναθηναϊκό.

Στη συνέχεια κατακτήθηκαν συνεχόμενα πρωταθλήματα με πρωταγωνιστές τους Πάσπαλι, Τζόνσον, Σιγάλα, Φασούλα που διακόπηκαν από τον ΠΑΟ το 1997. Τα συνεχή φάιναλ φορ με Ολυμπιακό το ‘94 και το ‘95 έμειναν στην ιστορία ως μνημειώδης μάχες των αιωνίων σε Τελ Αβίβ και Σαραγόσα με τους Πειραιώτες να ανακηρύσσονται νικητές σε αμφότερες τις αναμετρήσεις.

Το 1994, έχασε τον τίτλο από την Μπανταλόνα στον τελικό με τρομερά προσωπικά λάθη παικτών στα τελευταία δευτερόλεπτα, ενώ το 1995 έχασε σχετικά εύκολα από την πανίσχυρη Ρεάλ Μαδρίτης στον τελικό. Το πολυπόθητο ευρωπαϊκό, κατακτήθηκε την μεθεπόμενη χρονιά σε μια ομάδα φτιαγμένη μεν από τον Ιωαννίδη αλλά πρωταθλήτρια με προπονητή τον Ίβκοβιτς.

Στην αναγέννηση της μπασκετικής ΑΕΚ το 1997, πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισε και πάλι ο «ξανθός», οδηγώντας τον Δικέφαλο σε μεγάλες νίκες εκτός συνόρων και στον τελικό της διοργάνωσης ηττήθηκε από την σαφέστατα καλύτερη Κίντερ Μπολόνια των Σάβιτς και Ντανίλοβιτς, παρά το γεγονός πως προπονητικά ο Ιωαννίδης πήρε άριστα. Συμμετείχε στους τελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος αλλά και στον τελικό Κυπέλλου του 1998.

Η παρουσία του στην εθνική ομάδα δεν συνδυάστηκε με μεγάλες στιγμές, ωστόσο η ιστορία έγραψε πως ο Ιωαννίδης είναι ο κορυφαίος Έλληνας προπονητής όλων των εποχών έχοντας κατακτήσει 12 εγχώρια πρωταθλήματα και 6 Κύπελλα.

Ντούσαν Ίβκοβιτς

Έχοντας συγγενή τον διάσημο και χαρισματικό επιστήμονα της φυσικής Νίκολα Τέσλα δεν θα μπορούσε να βρεθεί καταλληλότερο προσωνύμιο από το «σοφός». Τέτοιος ήταν ο μεγάλος προπονητής και δάσκαλος Ντούσαν Ίβκοβιτς με ΠΑΟΚ, Ολυμπιακό και ΑΕΚ να πίνουν νερό στο όνομά του, λόγω των μεγάλων επιτυχιών που έχει προσφέρει στους εν λόγω συλλόγους.

Ξεκίνησε την καριέρα του στην Ελλάδα το 1982 προπονώντας τον Άρη χωρίς να δημιουργήσει κάτι το αξιοσημείωτο και επί της ουσίας εντάχθηκε στην μπασκετική καθημερινότητα της χώρας το 1991 αναλαμβάνοντας τον ΠΑΟΚ. Ήταν ο άνθρωπος που έσπασε την κυριαρχία του Άρη το 1992 αναπροσαρμόζοντας τον χάρτη του αθλήματος.

Εξαιρετικοί παίκτες όπως ο μεγάλος Μπάνε Πρέλεβιτς, ο Φασούλας, ο Μπάρλοου, ο Μπουντούρης και ο Κόρφας επικράτησαν με 15 πόντους εκτός έδρας του Ολυμπιακού χαρίζοντας στον «Δικέφαλο του βορρά» το πρωτάθλημα μετά το 1959! Στον ΠΑΟΚ, έμεινε μέχρι το 1994 όπου και κατέβηκε στην Αθήνα για λογαριασμό του Πανιωνίου, κοουτσάροντας και τον αείμνηστο Γιάνκοβιτς μέχρι το 1996, όπου και αντικατέστησε τον Ιωαννίδη στον πάγκο των «ερυθρόλευκων».

Στην πρώτη του χρονιά, έκανε το περιβόητο triple crown κατακτώντας δηλαδή Πρωτάθλημα, Κύπελλο και Ευρωλίγκα. Με αρχηγό τον ράμπο του ελληνικού μπάσκετ Γιώργο Σιγάλα, τον ασύλληπτο Ντέιβιντ Ρίβερς, τον Τάρλατς και τον Παπανικολάου, οι Πειραιώτες απέδωσαν εξαιρετικά και δίκαια κατετάγησαν πρωταθλητές Ευρώπης.

Αντικαθιστώντας εκ νέου τον Γιάννη Ιωαννίδη αλλά στην ΑΕΚ του 1999 αυτή τη φορά, κατέκτησε με αυτήν τρεις τίτλους για την Ένωση μετά από 18 χρόνια ανομβρίας. Δυο κύπελλα απέναντι στον πανίσχυρο Παναθηναϊκό του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, αλλά και το Κύπελλο Σαπόρτα το 2001, παίρνοντας άτυπη εκδίκηση για λογαριασμό της ΑΕΚ από την Κίντερ Μπολόνια και την χαμένη Ευρωλίγκα του 1998.

Έφυγε από την ΑΕΚ για την ΤΣΣΚΑ Μόσχας με την οποία σάρωσε τα πάντα στο διάβα του και δημιούργησε μια εκπληκτική εθνική ομάδα της Σερβίας που έφθασε μέχρι τους τελικούς μεγάλων διοργανώσεων.

Επιστρέφοντας πρόπερσι στον Ολυμπιακό, κατάφερε να κατακτήσει το κύπελλο και έσπασε την 9ετή δυναστεία του Παναθηναϊκού παίρνοντας το πρωτάθλημα αλλά και την ευρωλίγκα της περασμένης περιόδου στον τελικό της Κωνσταντινούπολης.

Προπονητής με μεγάλη έφεση στη δουλειά μικρών σε ηλικία παικτών, στην ανάπτυξη μεγάλων αστεριών και στην ταχύτατη αντίληψη του παιχνιδιού κατά τη διάρκεια των αγώνων. Ως προπονητής της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας, κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ το 1988.

Ζέλικο Ομπράντοβιτς

Τα λόγια μερικές φορές είναι πολύ λίγα για να περιγράψουν την αυθεντία ενός ανθρώπου στον τομέα ενασχόλησής του.

Ο Ομπράντοβιτς για το ευρωπαϊκό μπάσκετ, είναι ό,τι είναι το γκαζόν για το ποδόσφαιρο, το φιλέ για το τένις, και το νερό για την πισίνα. Είναι τα πάντα, είναι ο άνθρωπος που άλλαξε τον τρόπο που παίζεται το παιχνίδι. Ο άνθρωπος που κάθε μπασκετμπολίστας θέλει να δουλέψει για αυτόν, το όνειρο κάθε προέδρου για προπονητή και συνώνυμο της απόλυτης επιτυχίας.

Ήρθε ήδη καταξιωμένος το 1999 στον ΠΑΟ έχοντας κατακτήσει τρεις φορές την Ευρωλίγκα με Παρτιζάν, Μπανταλόνα και Ρεάλ Μαδρίτης. Τι βρήκε στον Παναθηναϊκό; Την πιο επιτυχημένη ελληνική ομάδα με 20 πρωταθλήματα και 1 ευρωλίγκα. Τι άφησε φεύγοντας το καλοκαίρι; 32 πρωταθλήματα και 6 ευρωπαϊκά.

Παίκτες απίστευτης ποιότητας στελέχωσαν τις ομάδες του Παναθηναϊκού όλα αυτά τα χρόνια με σημεία αναφοράς της πρώτης εποχής τους Μποντιρόγκα, Ρέμπρατσα, Αλβέρτη και την τελευταία 7ετία τους Διαμαντίδη, Τσαρτσαρή, Μπατίστ, Γιασικεβίτσιους, Φώτση, Πέκοβιτς, κατατάσσοντας τον Παναθηναϊκό του μπάσκετ ως την μεγαλύτερη ομάδα σε επίπεδο συλλόγων από καταβολής ελληνικού αθλητισμού. Η ευρωπαϊκή κούπα έγινε συνήθεια που καλόμαθε τους πράσινους φιλάθλους με νίκες που έμειναν στην ιστορία, και εμφανίσεις απίστευτης μπασκετικής τελειότητας.

Ο ιστορικός του μέλλοντος, κοιτάζοντας τον Παναθηναϊκό επί Ομπράντοβιτς θα έχει να αναφέρει το ασύλληπτο pick and roll. Την κίνηση, που κατά την ταπεινή άποψή μου έδωσε στον Παναθηναϊκό τόσους τίτλους.

Για όσους αγνοούν την έννοια της εν λόγω φράσης, αυτή αναφέρεται στη συνεργασία ψηλού-κοντού κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης. Συνήθως γίνεται μεταξύ του οργανωτή της ομάδας (play maker) και του ψηλού (center forward). Αντί των ξενόφερτων φράσεων, τοποθετήστε στη θέση του κοντού το όνομα είτε του Διαμαντίδη, είτε του Γιασικεβίτσιους και στη θέση του ψηλού τον Μπατίστ ή τον Πέκοβιτς.

Με τον κοντό να βρίσκεται μεταξύ γραμμής τριπόντου και σέντρας του γηπέδου ή οπουδήποτε αλλού στο γήπεδο, ο ψηλός πλησιάζει κάνοντας σκριν (τοποθετεί το σώμα του δίπλα στον αμυντικό που μαρκάρει τον κοντό) δίνοντας του χώρο να κινηθεί. Όταν ο κοντός κινηθεί και έχει ξεπεράσει τον αμυντικό, ο ψηλός ρολάρει (κάνει κίνηση προς τα μέσα) δημιουργώντας την λεγόμενη αμυντική ανισορροπία της αντίπαλης ομάδας. Ο κοντός, έχει δυνατότητα πολλών πασών είτε στον ψηλό είτε σε άλλους αμαρκάριστους παίκτες και το εύκολο καλάθι είναι γεγονός.

Μπορεί να ακούγεται απλό, ωστόσο η τελειότητα που εφαρμόστηκε από τον Ομπράντοβιτς και τους εκάστοτε παίκτες του οδήγησε στην απίστευτη διαχρονική επιτυχία.

Ας ελπίσουμε, αυτός ο άνθρωπος να επιστρέψει κάποια στιγμή στην Ελλάδα για να μας δείξει ποιο θα είναι το επόμενο βήμα στην ιστορία του μπάσκετ.

 

Fashion & Lifestyle Blog WordPress Theme
© 2024 Streetstyle. All Rights Reserved.

Sign Up to Our Newsletter

Be the first to know the latest updates