Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Σαν ξερόκλαδα σπασμένα, σαν ξωκλήσια ερημωμένα

«Όλα στον καιρό τους.
Υπάρχει καιρός για να γελάσεις, και καιρός για να κλάψεις, καιρός για να θρηνήσεις, και καιρός για να χορέψεις,
καιρός για πετάξεις τις άχρηστες πέτρες,
και καιρός για να τις μαζέψεις και να χτίσεις.»

– Παλαιά Διαθήκη, Εκκλ. 3,1-3,4-3,5

Για χρόνια τα θεωρούσα απλώς αρχιτεκτονικά στοιχεία που ομόρφαιναν τις φωτογραφίες των διακοπών μου. Κατάλευκα μικρά ξωκλήσια με λουλακί τρούλους σκαρφαλωμένα στις πιο απόκρημνες Κυκλαδίτικες ακτές, κουκλίστικες αναγεννησιακές εκκλησίες στην Τοσκάνη σπαρμένες πιο πυκνά κι από τ’ αμπέλια, πανύψηλοι Τουρκικοί μιναρέδες που διαδέχονται ο ένας τον άλλο σαν καμινάδες σε μυθιστόρημα του Ντίκενς, Βούδες διαφόρων μεγεθών σε τέτοια αλληλουχία ώστε θυμίζουν Ρωσικές κούκλες. Όλα τα αντιμετώπιζα με σκεπτικισμό στην καλύτερη περίπτωση, κυνισμό στην χειρότερη. Αναρωτιόμουν, γιατί να μπει κανείς στον κόπο να χτίσει σε τόσο δύσβατες περιοχές, γιατί να υπάρχουν τόσοι ναοί τόσο κοντά ο ένας στον άλλο, γιατί να σπαταλώνται χρήματα όταν έχει τελειώσει η περίοδος του προσηλυτισμού και των θρησκευτικών πολέμων;

Θα μπορούσα να συνοψίσω τα θρησκευτικά μου πιστεύω ως εξής: Ο Θεός είναι ένας. Ανάλογα με τη γεωγραφία στην οποία τυχαίνει να γεννιέται κανείς, ο Θεός έχει άλλο όνομα. Ο δικός μου Θεός δεν κατοικεί σε εκκλησίες, συναγωγές, τζαμιά ή μιναρέδες. Βρίσκεται ψηλά, σ’ αυτό το μεγάλο και απροσδιόριστο σύμπαν του οποίου δεν γνωρίζουμε τα όρια, αλλά και χαμηλά, σε κάθε τί που έχει ζωή και ενέργεια. Οι ναοί για μένα είναι γραφικά αξιοθέατα, όμορφα μουσεία, αιτία δημιουργίας έργων τέχνης και μέρος για παραδοσιακές γιορτές και πανηγύρια. Ή, μάλλον, ήταν.

Κάποιο δύσκολο βράδυ, ένα εκκλησάκι βρέθηκε μπροστά μου στην πιο απρόσμενη τοποθεσία. Ξεφύτρωσε σαν απ’ το πουθενά, καθώς περπατούσα τρεκλίζοντας με τα μάτια τόσο βουρκωμένα που έβλεπα θολά. Ανοιχτό, ζεστό, φωτεινό, με τα κεράκια του να καίνε σε μια λίμνη από λιωμένη παραφίνη, μια λιμνούλα από τόσες προσευχές, τόσες ψυχές. Μπήκα μέσα και δεν ήξερα τί να κάνω. Άναψα ένα κεράκι. Διόρθωσα ένα στραβό κεράκι που κόντευε να πέσει. Παρατήρησα τις αγιογραφίες. Αναρωτήθηκα αν επιβάλλεται να κάνω τον σταυρό μου, αν πρέπει να φιλήσω τις εικόνες. Έκατσα σε μια καρέκλα. Έκλαψα. Κάτι σιγοψιθύρησα, ανάμεσα σε λυγμούς και αναφιλητά. Και τότε κατάλαβα γιατί οι ναοί υπάρχουν παντού, για ποιό λόγο οι άνθρωποι σκαρφαλώνουν μέχρι τον προφήτη Ηλία, ταξιδεύουν μέχρι τον Μεγάλο Βούδα έξω απ’ το Χονγκ Κονγκ, περπατάνε επί μέρες για να φτάσουν στον ναό του Σαντιάγκο ντε Καμποστέλα.

Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που δεν σε χωράει ο τόπος. Δεν αντέχεις να βρίσκεσαι ούτε έξω στον κόσμο, ούτε στους τέσσερις τοίχους της μοναξιάς σου. Δεν σου αρκεί να κλάψεις, να ουρλιάξεις, να τα διαλύσεις όλα, να κάνεις κακό στον εαυτό σου. Στο μυαλό σου αναβοσβήνουν τα ερωτήματα σαν πυρακτωμένες ταμπέλες από νέον: «Γιατί σε μένα; Τί έφταιξα; Τί να κάνω;»

Εξακολουθώ να πιστεύω πως τα προβλήματα που δημιουργούνται από τους ανθρώπους λύνονται μόνο από ανθρώπους και τα προβλήματα που δημιουργούμε στον εαυτό μας λύνονται μόνο από τον εαυτό μας. Αλλά είναι πολύ ωραία η αίσθηση ενός συναισθηματικού καταφύγιου εκεί που δεν το περιμένεις. Να μπορείς να νιώθεις μέσα στον κόσμο, και ταυτόχρονα λίγο έξω από αυτόν, λίγο πάνω από αυτόν, σαν να ίπτασαι, σαν να μπορείς να έρθεις λίγο πιο κοντά στη δύναμη που κυβερνά τη ζωή, και να πάρεις λίγη από αυτή. Γι’ αυτές τις στιγμές, λοιπόν, γι’ αυτά τα εκκλησάκια, τα πολλά και τα διάσπαρτα, νιώθω τώρα σεβασμό. Κι ευγνωμοσύνη.

Fashion & Lifestyle Blog WordPress Theme
© 2024 Streetstyle. All Rights Reserved.

Sign Up to Our Newsletter

Be the first to know the latest updates