Skip to content Skip to sidebar Skip to footer
ANASTASIOSTSEMPERLIDISHOMEPHOTO

Αναστάσιος Ιωάννου Τσεμπερλίδης

Τις τελευταίες μέρες αναπολώ συνέχεια τις καλές στιγμές μας με μια γλύκα και νοσταλγία.

Μόλις έκλεισε ένα μήνα που η ψυχή του ανάλαφρη, αναχώρησε για άλλους κόσμους. Στον Παράδεισο ίσως;

Ναι, έζησε πολλά χρόνια. Βρίσκω πολύ κυνικό και άκαρδο το σχόλιο «μακάρι όλοι να έχουμε τα χρόνια του». Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος και μακάρι να ζήσει όσο ο Μαθουσάλας. Κανείς δεν κλέβει τα χρόνια του από τον άλλο (το λέω εγώ που έχασα τη μητέρα μου στα 52 της).

Αν χρειαζόταν να περιγράψω τον πατέρα μου θα έλεγα «ήταν ένας άνθρωπος με αρχές και αξίες». Μερικές φορές πλήρωσε τις αξίες του ακριβά. Όπως στην Κατοχή, ας πούμε, που νέος ακόμα, έγραφε αντιπολεμικά συνθήματα στους τοίχους της Πάτρας. Εδώ θα σας περιγράψω δύο ιστορίες όπως μου τις έγραψε ο ίδιος ο πατέρας μου, ζητώντας μου να τις δημοσιεύσω.

«Από τα νιάτα μου θέλω να γράψω δύο περιστατικά που μου συνέβησαν στην κατοχή, εννοώ την κατοχή από Γερμανούς και Ιταλούς το 1943 όταν ήμουν 21 ετών.

Τότε ήμασταν εγώ και πολλοί φίλοι μου στην παράνομη οργάνωση που ασχολούμαστε με διανομή προκηρύξεων και αναγραφή στους τοίχους διαφόρων συνθημάτων κατά των στρατευμάτων κατοχής.

Αυτό το κάναμε όταν νύχτωνε, τότε η κυκλοφορία στην Πάτρα ήταν μέχρι 9 το βράδυ. Μετά την ώρα αυτή κυκλοφορούσε στρατιωτική περίπολος και αν συλλάβει κάποιον να κυκλοφορεί χωρίς άδεια – θα φάει ξύλο και ασφαλώς συνέχεια έρευνα στο σπίτι. Μια περίπτωση μου συνέβη όταν τελειώσαμε τις επιγραφές στους τοίχους με συνθήματα για ελευθερία γυρίζαμε στο σπίτι. Οι δρόμοι έρημοι – ψυχή ζώσα δεν υπάρχει. Ξαφνικά βλέπουμε έναν Ιταλό αξιωματικό, βημάτιζε γρήγορα στο δρόμο και μόλις μας βλέπει, βγάζει το πιστολέτο και φωνάζει «στοπ». Μιλούσε Ιταλικά και μας κάμει με νόημα να πάμε μπροστά. Τι να κάνουμε; Προχωρήσαμε και μας πήγε στο Ιταλικό τμήμα όπου ήταν αρκετοί Ιταλοί. Μας παρουσίασε στον άλλο αξιωματικό και ακριβώς την ώρα αυτή χτυπάνε οι σειρήνες συναγερμό.

Όλοι βγήκαν από το γραφείο γιατί ακουγόταν τα αεροπλάνα –τα Εγγλέζικα – και στο καταφύγιο. Εμάς μας αφήσανε εκεί και εμείς με την ευκαιρία αυτή βγήκαμε έξω χωρίς να μας σταματήσει κανείς. Περάσαμε απέναντι τον δρόμο και βλέποντας ότι κανένας Ιταλός δεν φάνηκε, το βάλαμε και εμείς στα πόδια και μέχρι την Αρόη που ήταν και τα σπίτια μας. Και έτσι, ο συναγερμός μας είχε σώσει.

Μετά το επεισόδιο αυτό σταματήσαμε για μερικές μέρες και ξαναρχίσαμε να βγαίνουμε για επιγραφές με συνθήματα κατά των Ιταλογερμανών.

Ένα βράδυ, ως συνήθως, γράφαμε, δηλαδή ο φίλος μου Ντίνος Π. κι εγώ. Είμαστε στη γωνία Αγ. Νικολάου και Κορίνθου, είναι το κέντρο της πόλης.

Αυτός έγραφε και εγώ πηγαινοερχόμουν ως φύλακας-τσιλιαδόρος. Προχώρησα προς τα κάτω την Αγ. Νικολάου και γυρίζοντας βλέπω τον φίλο μου τον Ντίνο να τον κρατάει ένας άνθρωπος. Κατάλαβα ότι πέσαμε σε παγίδα. Τους πλησιάζω και τον ρωτάω: τι συμβαίνει; Ο ξένος κάτι είπε Ιταλικά και με το χέρι του πήγε να βγάλει το περίστροφο, αφού άφησε τον Ντίνο.

Εγώ αμέσως πέφτω απάνω του, τον αγκαλιάζω και τον σφίγγω πάνω μου δυνατά, περιμένοντας τον Ντίνο να έρθει να με βοηθήσει να τον αφοπλίσουμε, αλλά δυστυχώς ο Ντίνος μας άφησε και το έβαλε στα πόδια, πετώντας την μπογιά και το πινέλο. Εγώ για να απαλλαγώ από τον Ιταλό, τον αφήνω και του δίνω μια γροθιά – κροσέ, τον ρίχνω κάτω.

Χωρίς να σκεφτώ τίποτα άλλο το’ βαλα στα πόδια, έτρεξα δεξιά –αριστερά, απομακρύνθηκα και σε λίγο έφτασα την οδό Παλαιών Πατρών Γερμανού όπου ο Ντίνος με περίμενε. Μόλις με είδε, μ’ αγκάλιασε για να με ευχαριστήσει για την «σωτηρία» του, ας πούμε.

Μετά από αυτό γυρίσαμε στην Αρόη ευτυχισμένοι για το αίσιο τέλος της περιπέτειάς μας.»

ANASTASIOSTSEMPERLIDIS-ESOTERIKIPHOTO

Όταν διάβασα την ιστορία αυτή, ρώτησα τον πατέρα μου: «Και καλά συγχώρεσες τον φίλο σου;» «Ε, ναι», απάντησε με απόλυτη σιγουριά ο πατέρας μου «φίλος μου ήταν, τι να έκανα;» Εκεί με εντυπωσίασε.

Η άλλη πλευρά των αξιών του, της δικαιοσύνης ας πούμε, έκανε τη γιαγιά μου να του δίνει το μαχαίρι και να μοιράζει εκείνος το δυσεύρετο καρβέλι ψωμί, όταν το είχαν, σε τέσσερα ίσα κομμάτια – όσα τα μέλη της οικογένειας – εκείνη την εποχή της πείνας.

Μια από τις βασικές του αξίες ήταν η εργασία. Δούλευε ευσυνείδητα, χωρίς βαρυγκομιές, θυμάμαι ότι πολλά καλοκαίρια δεν έπαιρνε άδεια, προκειμένου να κερδίσει ένα μισθό παραπάνω για τις ανάγκες της οικογένειάς του. Ήταν φιλότιμος, ευσυνείδητος, ο ιδανικός ιδιωτικός υπάλληλος.

Ο οικονομικός του προγραμματισμός ήταν αξιοθαύμαστος. Έχτισε σκαλί – σκαλί όσα δημιούργησε, φυσικά σε συνεργασία με τις οικονομίες της μητέρας μου. Αγόρασε το οικόπεδο, μετά έχτισε το σπίτι που υπήρξε το πατρικό μου, μετά πρόσθεσε ένα δωμάτιο για τα «παιδιά» – εμάς. Η φιλοσοφία του «ένα – ένα» ήταν χαρακτηριστικό του. Πρώτα συγκέντρωνε τις οικονομίες του και μετά δημιουργούσε. Όχι το αντίθετο.

Δεν ξέρω αν θα μπορούσες να τον πεις αισιόδοξο, πάντως μας έλεγε συνεχώς αστεία. Ήταν πειραχτήρι, έλεγε ανέκδοτα, σχολίαζε τις φιλενάδες της μητέρας μου, είχε χιούμορ ενώ παράλληλα αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά και ευσυνείδητα τη ζωή. Ήταν συνεπής, σωστός, αφοσιωμένος, «κολώνα» του σπιτιού. «Και μόνο η σκιά του στο σπίτι αρκεί» συνήθιζε να λέει η μητέρα μου. Σου άρεσε να βρίσκεσαι κοντά του. Γέμιζε το σπίτι, έφερνε κάτι θετικό στην ατμόσφαιρα.

Ακόμα και τώρα, λίγο πριν αναχωρήσει, αλλά και όλα τα προηγούμενα χρόνια, μας υποδεχόταν πάντα με το χαμόγελο στα χείλη: «Καλώς το κορίτσι μου, καλώς την κούκλα μου». Δεν ζήτησε ποτέ κάτι, δεν παραπονέθηκε για τίποτα, δεν γκρίνιαξε ούτε ένα λεπτό. Ήταν η προσωποποίηση του καλοπροαίρετου ανθρώπου.

Υπήρξε πάντα ο μεγαλύτερος θαυμαστής των γραπτών μου. Με μεγάλη υπερηφάνεια διάβαζε και σημείωνε τα άρθρα μου και τα βιβλία μου. Μέσα μου ένιωθα μεγάλη χαρά γι αυτό, σαν να ήμουν ο καθρέφτης της υπερηφάνειας του, αφού ήθελε γιο που δεν απέκτησε ποτέ. Μεγαλώνοντας, μας εξομολογήθηκε με πολλούς τρόπους πόσο περήφανος ήταν για μας τις δυο του κόρες και δεν θα μας άλλαζε για τίποτα.

Η πιο γλυκιά μου σκηνή ήταν τα καλοκαίρια στην Αθήνα, στο Δημοτικό, κάθε απόγευμα, με το που ερχόταν από τη δουλειά, τον υποδεχόμουν στο δρόμο με χοροπηδήματα και με το χέρι προτεταμένο για παγωτό: «Μπαμπά, θα μας δώσεις λεφτά για παγωτό;» «Τι παγωτό;» «Σοκολάτα ξυλάκι!» «Μα, χτες, δεν σας έδωσα;» έκανε το δύσκολο με ένα πονηρό χαμόγελο καλύτερο από ηθοποιού. «Άλλο το χθες, καλέ μπαμπά, το φάγαμε!» εξηγούσα εγώ με τετράγωνη λογική.

Οι σπουδές ήταν για τον πατέρα μου ύψιστο αγαθό. Ήθελε να σπουδάσει αεροναυπηγός αλλά αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του για λόγους σοβαρούς οικογενειακούς. Του έμεινε όμως το υποκοριστικό «Αντ», που τον αποκαλούσαν τα αδέλφια του. Πολλοί νόμιζαν ότι «Αντ» ήταν το «χαϊδευτικό» του «Ανέστη». Δεν ήταν όμως. Ήταν τα αρχικά Α.Ν.Τ. (Αντρέι Νικολάεβιτς Τουπόλεφ) από το όνομα του αεροναυπηγού και σχεδιαστή των ρωσικών αεροσκαφών Τουπόλεφ (Tupolev).

Η πίεσή του για καλούς βαθμούς στο σχολείο ήταν ασφυκτική. Όταν μεγάλωσα, τον ρώτησα: «Μπαμπά, γιατί μας πίεζες για τους βαθμούς; Δεν σου αρκούσε που ήμασταν παιδιά σου για να μας αγαπάς; Έπρεπε να είμαστε και αριστούχες;» Με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο μου απάντησε: «Μα, έτσι κι αλλιώς σας αγαπούσα, για το καλό σας το έλεγα». Κρίμα που άργησα να του κάνω αυτή την ερώτηση.

Όταν όμως επρόκειτο να δώσω εξετάσεις για τη Νομική, του είχα εξηγηθεί (για να μην έχει μεγάλες προσδοκίες): «Αν δεν περάσω στο Πανεπιστήμιο, θα μου πάρεις γραφομηχανή;» Έτσι, όταν πέρασα από την πρώτη χρονιά στη Νομική Αθηνών, η επιτυχία μου ήρθε χαλαρά, χωρίς θριάμβους.

Με το που πήρε σύνταξη, γράφτηκε σε σχολή χορού και άρχισε μαθήματα βαλς, τσα–τσα, φοξ–τροτ, ζεϊμπέκικου, σάλσα, ρούμπα. Με κάθε ευκαιρία, σε κάθε οικογενειακή γιορτή προσπαθούσε να με μάθει λίγες από τις φιγούρες. Αλλά δεν μου άρεσαν οι πειθαρχημένες χορογραφίες των σχολών χορού και δεν «έπαιρνα» από διδασκαλία.

Το ίδιο και με το σκάκι. Ο πατέρας μου έπαιζε σκάκι με απόλυτη αφοσίωση ως τα βαθιά γεράματα με φίλους, με παρέες, μόνος του, με την εφημερίδα ως αντίπαλο. Προσπάθησε να με μάθει και σκάκι αλλά με τίποτα δεν καθόμουν να υποστώ τις παρατηρήσεις του διδασκάλου.

Σαν σήμερα, ανήμερα Πάσχα, ο πατέρας μου θα είχε τη γιορτή του. Πόσες αναμνήσεις δεν ξυπνάει αυτή η μέρα. Όλα τα χρόνια εκείνα που μαζευόμασταν οικογενειακά για να ψήσουμε το αρνί, να τσουγκρίσουμε τα αυγά και να πιούμε ένα ποτήρι κρασί στην υγειά του. Θείοι, θείες, ξαδέλφια, ξαδέλφες, γονείς, φασαρία….. «βάλε τα σερβίτσια», «πρόσεξε, πέφτει η πετσούλα», «το κοκορέτσι είναι έτοιμο», «Χρόνια πολλά Ανέστη, και του χρόνου».

Από φέτος δεν υπάρχουν πια ευχές για τη γιορτή του. Το Πάσχα δεν είναι πια διπλή γιορτή, είναι μόνο η γιορτή του Πάσχα. Έκλεισε ένας κύκλος, ο κύκλος του γονιού, του δεύτερου γονιού που αναχώρησε. Του ανθρώπου που μας έδωσε ζωή, μας φρόντισε, μας προσέφερε γενναιόδωρα την αγάπη του, το χιούμορ του, υλικά αγαθά, φιλοδοξία για την επιτυχία στη ζωή, που υπήρξε πατέρας, πρότυπο, μια ευχάριστη παρέα.

Η αγάπη μας δεν μειώνεται για σένα, πατέρα, ούτε οι μνήμες μας, αφού ζεις μέσα στην καρδιά μας. Τώρα είσαι παρέα με τα αδέλφια σου, τους γονείς σου, τη μαμά….Θα σε αγαπάμε πάντα, θα σας αγαπάμε όλους σας πάντα, χωρίς λησμονιά.

Fashion & Lifestyle Blog WordPress Theme
© 2024 Streetstyle. All Rights Reserved.

Sign Up to Our Newsletter

Be the first to know the latest updates