Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Μια τόση δα μικρή ευτυχισμένη μέρα

Ή επιστρέφοντας στην Αθήνα μετά από απουσία τόσων χρόνων. Όταν έχεις περάσει όλη σου τη ζωή στα κλειστά γραφεία του Αμαρουσίου, ούτε που θυμάσαι πώς ήταν το κέντρο της Αθήνας των παιδικών σου χρόνων.

Τότε που ο πατέρας σου σε ταξίδευε, παραμονές Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Πάσχα στις μυρωδιές της Αθήνας. Ώσπου μεγάλωσες, ξενιτεύτηκες – τρόπος του λέγειν – στο Μαρούσι, περνώντας δωδεκάωρα κάθε μέρα κοιτώντας το air condition και τη θέα της λεωφόρου από τα παράθυρα.

Όμως, να, που, πια χωρίς δουλειά, βρίσκεσαι ελεύθερη να αποφασίζεις για το χρόνο σου, κάθε μέρα, 24 ώρες. Στην αρχή δεν συνειδητοποιείς όχι την ελευθερία, αλλά τις εναλλακτικές που έχεις, κάνοντας χρήση της ελευθερίας σου, όταν ο χρόνος είναι ολοδικός σου, στη διάθεσή σου, όπως όταν ήσουν πρωτοετής στη Νομική.

Σιγά σιγά διαπιστώνεις πόσα άλλα μπορείς να κάνεις, πόσα σου έχουν λείψει. Ειδικά η ελευθερία τις καθημερινές μέρες. Όχι τα Σαββατοκύριακα, αλλά την Πέμπτη, ας πούμε. Όταν το κέντρο της Αθήνας ανήκει στους ανθρώπους που το κατοικούν ή που το τιμούν με την επιχείρησή τους ή τη δουλειά τους. Στους δικηγόρους, εμποροϋπαλλήλους, καταστηματάρχες, μαγαζάτορες.

Και όταν λέω κέντρο, εννοώ ένα μέρος του κέντρου. Την Αθήνα με τις μυρωδιές. Αυτές τις μυρωδιές και τις εικόνες που σε μαγεύουν με την αφθονία τους, τα χρώματά τους, την ποικιλότητά τους.

Αυτή η ανάγκη, σαν προσκύνημα, αναδύθηκε όταν παρακολούθησα τους βανδαλισμούς στα κτίρια του κέντρου από την τηλεόραση. Ένιωσα ότι θέλω να συμπαρασταθώ στην πόλη μου, να πάρω μέρος στην επιστροφή της ζωής στο νορμάλ, να δώσω το παρόν.

Μαζί με τη Μαρία, που ήθελε και εκείνη μια τέτοια βόλτα, τα είδαμε και τα μυρίσαμε όλα. Τα κρεμασμένα σκόρδα, το σουμάκ, τη ρίγανη, το μοσχαρίσιο παστράμι, το λεμονοπίπερο, το βουβαλίσιο καπνιστό κρέας, τα στικ κανέλας, τις κόκκινες καυτερές πιπεριές, τους θησαυρούς της οδού Ευρυπίδου. Εκεί οι σκούπες με σκουπόξυλο, εκεί οι καρδάρες για γάλα (και η βάση, προσφορά), εκεί τα κοκάρια που περιμένουν να τα φυτέψεις στο χώμα για να γίνουν κρεμμυδάκια, εκεί τα γυάλινα βαζάκια, τα σκεύη για το κρασί, οι μουσαμάδες με το μέτρο. Δες στο υπόγειο, κοίτα πουλάνε και γαλότσες κυνηγιού.

Η μύτη δεν ξεχνά. Όλες αυτές οι μυρωδιές ξαναγύρισαν μαζί με τις εικόνες αφθονίας. Όταν είσαι τουρίστας στην Κωνσταντινούπολη ή στο Μαρόκο, γυρίζεις με τις φωτογραφικές μηχανές για να κλέψεις από τα παζάρια στιγμές και εντυπώσεις. Της πόλης σου το θησαυρό όμως, τον αφήνεις ανεξερεύνητο, μέχρι να ξανασκεφτείς ποια είναι η ουσία της πόλης. Ποια είναι η ουσία μιας καθημερινής ημέρας γεμάτης με απλά πράγματα, όμως τόσο σημαντικά.

Το να επισκέπτεσαι τέτοια μέρη για καθαρά πρακτικούς λόγους, είναι ρουτίνα. Εμείς, όμως πήγαμε με σκοπό να ξαναδούμε με φρέσκια ματιά την πόλη και να γεμίσει η ψυχή μας με την ενέργειά της, όχι για να αγοράσουμε ένα κατρούτσο ή τρία σουτζούκια. Πήγαμε σαν ταξιδιώτες να ρουφήξουμε ό,τι υπάρχει στον αέρα. Βέβαια ενισχύσαμε και την αγορά, πώς θα ξαναγύριζε στο νορμάλ της;

Ξανακάθισα στις γνώριμες καρέκλες του «Κρίνου» για λουκουμάδες. Είχα να τον επισκεφθώ δεκαετίες. Οι σκιές από τους χιλιάδες πιστούς που πέρασαν και απόλαυσαν με όλες τους τις αισθήσεις μελωμένο τηγανητό ζυμαράκι με την τρύπα στη μέση κάτι έχουν αφήσει στο πέρασμά τους. Εδώ μας έφερνε η μητέρα μου για να μας περιποιηθεί, την εποχή που πηγαίναμε στο δημοτικό. Ιδιαίτερα όταν είχαμε αγοράσει τα καινούργια παπουτσάκια μας και – αν ήταν Χριστούγεννα και μόνο εάν – την καινούργια μας κούκλα, οπότε κουρασμένες αλλά πανευτυχείς καθώς ήμασταν, σωριαζόμασταν στις καρέκλες του Κρίνου, κρατώντας περήφανα τις τσάντες του Λαμπρόπουλου. Σαν σκυλάκι που μυρίζει στον αέρα και σηκώνονται τα αυτιά του, μας έσπαγε τη μύτη η μυρωδιά του λουκουμά.

Και μετά, να μην δούμε όπως παλιά την κεντρική αγορά; Να μη θυμηθούμε τι σημαίνει τακτοποιημένα εν σειρά κοτόπουλα, εντόσθια και παϊδάκια; Να μην τσαλαβουτήσουμε στα νερά της ψαραγοράς, χαζεύοντας τις γαρίδες, τα καβούρια, τις γυαλιστερές, τις ασημένιες τσιπούρες, με την ίδια χαρά του πελάτη που ψωνίζει στις τιμές που έψαχνε;

Και μεις από εδώ ψωνίζαμε, δηλαδή όχι εμείς ακριβώς, οι γονείς μας, η οικογένειά μας.

Μέσα σε λίγα μέτρα περνάς από αφθονία σε αφθονία και από ποικιλία σε ποικιλία. Ουρές στα ταμεία ή άδεια μαγαζιά. Τσάντες φορτωμένες με όλα τα καλά του κόσμου, ρούχα, όσπρια, πιπέρια, μπριζολάκια. Κτίρια που σου επιβάλλονται με την ιστορία τους, εμπόρευμα που σου επιβάλλεται με τον όγκο του.

Να, φωτογράφησε και αυτή την πινακίδα. Βλέπεις; Γράφει «Νεωτερισμοί» και από κάτω παρουσιάζει ρούχα, τουλάχιστον της δεκαετίας του ΄60.

Και θα φάμε. Στην περιοχή αυτή τρως σουβλάκι. Φάγαμε στην Αγία Ειρήνη, έξω, γιατί δεν υπάρχει χώρος μέσα, κουκουλωμένες με μπουφάν στους 9ο C. Ευτυχώς δεν φυσάει.

Κάπως έτσι νιώθαμε και στο σχολείο όταν είχαμε πάει εκδρομή. Γεμάτες εντυπώσεις, σαν να είχαμε ταξιδέψει στη Σιγκαπούρη. Κι όμως, ήμασταν είκοσι χιλιόμετρα από το σπίτι μας.

Άρχισε να βρέχει. Για πρώτη φορά, μετά από χρόνια έκανα βόλτα στην Αθήνα πεζή, πέντε ώρες! Περπατήσαμε ενθουσιασμένες και πανευτυχείς προς το γκαράζ για να πάρουμε το αυτοκίνητο. Αυτή η μέρα είναι μόνο η αρχή. 

Fashion & Lifestyle Blog WordPress Theme
© 2024 Streetstyle. All Rights Reserved.

Sign Up to Our Newsletter

Be the first to know the latest updates